- πολυτελῶν
- πολυτελέωto be extravagantpres part act masc nom sg (attic epic doric)πολυτελήςvery expensivemasc/fem/neut gen pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
DIONYSIA — I. DIONYSIA martyrio apud Alexandriam sub Decio coronata, A. C. 251. II. DIONYSIA matrona Christiana, persecutione Hunerici Vandalorum Regis una cum filio Maiorico, ad necem quaesita, hunc ad mortem raptum sic consolata est, Memento Fili, te… … Hofmann J. Lexicon universale
DONATIONES Scenicae — olim in auro fiebant, accipiebantqueve Histriones, praeter mercedem Lege definitam aut pacto convento, loco antiquarum coronarum scenicarum, quae viles admodum erant, coronas ex auro, item argento, uti quidem Casaub. monet ad Lamprid. in Alex.… … Hofmann J. Lexicon universale
PERLA — vulgare vocabulum, Latin. Margarita, item Unio. Matth. Paris et Matth. Westmonaster. A. c. 1255. Et er at quidam lapis pretiosus, qui vulgariter dicitur Perla. Iac. de Vitriaco Histor. Orient. l. 3. In auro et argento, perlis et pomis ambrae,… … Hofmann J. Lexicon universale
VERITAS — temporis filia et Vittutis mater, Dea existimata est a Gentibus. Fingebatur mulier pulchra, magna, simphiciter ornata, illustris ac splendida, cuius oculorum orbes purô lumine nitebant, ut astrorum et stellarum fulgorem imitari viderentur. Vide… … Hofmann J. Lexicon universale
δάπεδο — Η διαμορφωμένη βατή επιφάνεια οποιουδήποτε κλειστού, υπαίθριου ή ημιυπαίθριου χώρου, εκτός από τις οδούς και τις πλατείες, για τις οποίες χρησιμοποιούνται κυρίως οι όροι οδόστρωμα κατάστρωμα. Η φυσική επιφάνεια του εδάφους αποτελούσε πάντοτε και… … Dictionary of Greek
εικονογράφηση — Το σύνολο των διακοσμητικών στοιχείων και εικόνων που συνοδεύουν ένα κείμενο προκειμένου να το κάνουν ελκυστικότερο ή να τεκμηριώσουν το περιεχόμενό του. Γνωστή ήδη στην αιγυπτιακή και στην ελληνορωμαϊκή εποχή, η ε. γνώρισε μεγάλη ακμή στα… … Dictionary of Greek
ευτράπεζος — εὐτράπεζος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει καλό τραπέζι, που κάνει μεγαλοπρεπείς εστιάσεις, ο φιλόξενος αρχ. 1. αβροδίαιτος, μαλθακός 2. αυτός που συντελεί στην προμήθεια πολυτελών, ακριβών εδεσμάτων («ἡ θάλαττα παρέχει τὴν ἀγορὰν εὐτράπεζον», Πλούτ.).… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
κρεβάτι — Έπιπλο πάνω στο οποίο κοιμάται ή αναπαύεται κάποιος. Το κ. αποτελείται από ένα μεταλλικό ή ξύλινο πλαίσιο, στηριζόμενο συνήθως σε τέσσερα πόδια, στο οποίο προσαρμόζεται ένα πλέγμα (σούστα) –μεταλλικό κατά κύριο λόγο– που αποτελεί και τη βάση του… … Dictionary of Greek
μακρυμύτικα — και μακρομύτικα και μακρημύτικα, τὰ (Μ) (στην Κωνσταντινούπολη) είδος πολυτελών υποδημάτων που είχαν μακριές μύτες … Dictionary of Greek